- ἐξαρέσκεσθαι
- ἐξαρέσκομαιmake oneself acceptablepres inf mp
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
εξαρέσκομαι — ἐξαρέσκομαι (Α) 1. αποκτώ την εύνοια, γίνομαι αρεστός σε κάποιον («θεοῑς ἐξαρέσκεσθαι θύοντας», Ξεν.) 2. εξαγοράζω την εύνοια κάποιου («ἄν τοὺς κυρίους ἤ δώροις ἤ δι ἄλλης ἡστινοσοῡν ὁμιλίας ἐξαρέσηται», Δημ.) … Dictionary of Greek